- χειλέων
- χεῑλέων , χεῖλοςlipneut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek
συγχειλία — η, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. ουλώδης σύμφυση τών χειλέων αρχ. στον πληθ. αἱ συγχειλίαι το σημείο ένωσης τών χειλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειλία (< χεῖλος, τὸ)] … Dictionary of Greek
безгласьно — (1*) нар. Негромко: ѥгда же поѥть безъгл(с)но ѥда кто близь ѥго. и достоить. съблюдати да ни ѥдинъ оувѣсть что створить. (διὰ τῶν χειλέων) ПНЧ 1296, 114 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CHILO — Lacedaemonius Philosophus, unus ex septem Graeciae sapientibus, Ephorus Spartan. 56. Olymo. Prae gaudio mortuus in amplexu filii Olympionicae. Eius tria dicta Delphis in Apollinis templo fuerunt, Pliniô teste, l. 7. c. 32. Nosce te ipsum; Nil… … Hofmann J. Lexicon universale
LABEO Antistius — Iurisconsultus, in 12. tabb. commentatus, de quo A. Gell. l. 1. c. 12. l. 13. c. 10. et. 12. Horat. Serm. l. 1. Sat. 3. v. 82. Labeone insanior, inter Sanos dicatur. Ubi Labeonem Antistium carpens, Augusto assentatur. Nam hic Labeo usque adeo… … Hofmann J. Lexicon universale
MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… … Hofmann J. Lexicon universale
RICTARE — leopardorum est, apud Spartian. in Geta, c. 5. a rictu; Est autem rictus proprie ea oris conformatio, quâ labia diducuntur, ut solent ficte ridentes aut vere ringentes, quod Graeci dicunt ςεςηρέναι τοῖς ὁδοῦςι, quod canes irritatae faciunt. Hinc… … Hofmann J. Lexicon universale
αγκτηρίασμα — το [αγκτηριάζω] η με αγκτήρες (επιδέσμους ή χειρουργικές λαβίδες) σύσφιξη τών χειλέων μιας πληγής … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek